πλινθόκτιστος
Смотреть что такое "πλινθόκτιστος" в других словарях:
πλινθόκτιστος — και πλιθόκτιστος και πλιθόχτιστος, η, ο, Ν χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, με πλίθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος / πλίθος + κτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
πλίνθινος — η, ο / πλίνθινος, ίνη, ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν [πλίνθος/πλίθος] αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος αρχ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος … Dictionary of Greek
πλιθόκτιστος — η, ο, Ν βλ. πλινθόκτιστος … Dictionary of Greek
πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] … Dictionary of Greek